- αναδέχομαι
- (Α ἀναδέχομαι)αναλαμβάνω την υποχρέωση για κάτι, γίνομαι εγγυητής, εγγυώμαμσν.- νεοελλ.δέχομαι στην αγκαλιά μου το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, γίνομαι ανάδοχος, νονόςαρχ.1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι2. υποκύπτω, υπόκειμαι3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι4. δέχομαι, αποδέχομαι5. αναλαμβάνω να πω ή να κάνω κάτι, την ευθύνη για κάτι, ή να ικανοποιήσω κάποιον6. παίρνω πίσω7. αναμένω, περιμένω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + δέχομαι.ΠΑΡ. αναδοχή, ανάδοχοςαρχ.ἀναδοχεύς, μσν. ἀναδεξιμαῖος, νεοελλ. αναδέκτης αναδεκτός].
Dictionary of Greek. 2013.